- σύμφυτα
- σύμφυτονcomfreyneut nom/voc/acc plσύμφυτοςborn with oneneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ξύμφυτα — σύμφυτα , σύμφυτον comfrey neut nom/voc/acc pl σύμφυτα , σύμφυτος born with one neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μόδα — Όρος που δηλώνει τη διάδοση μιας ορισμένης συνήθειας, της οποίας εκφράζει κυρίως τον επίκαιρο και εντυπωσιακό χαρακτήρα. Από αυτό προέρχεται η γνώμη πως η μ. είναι ένα παροδικό, επιπόλαιο φαινόμενο, χωρίς καμιά πραγματική ή ιδεολογική υπόσταση,… … Dictionary of Greek
σύμφυτος — η, ο / σύμφυτος, ον, ΝΑ [συμφύω, ομαι] 1. έμφυτος, συμφυής, εγγενής 2. φυσικός («τὸ μιμεῑσθαι σύμφυτον τοῑς ἀνθρώποις», Αριστοτ.) 3. (για ασθένεια) συγγενής 4. το ουδ. ως ουσ. το σύμφυτο α) η ιδιότητα τού συμφυούς β) βοτ. ονομασία φυτού νεοελλ.… … Dictionary of Greek
ανάπτυξη, οικονομική — Έκφραση που σημαίνει γενικά τη δυναμική τάση ενός οικονομικού συστήματος. Με αυτήν ακριβώς την έννοια η ο.α. αποτέλεσε σημαντικό πρόβλημα της σύγχρονης οικονομικής επιστήμης, συνδεδεμένο με άλλα προβλήματα, όπως της αναπαραγωγής, των διακυμάνσεων … Dictionary of Greek